οπηδώ

οπηδώ
ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, -έω (Α) [οπηδός]
1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύω («Εὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.)
2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ' ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῑ», Καλλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὀπηδῶ — ὀπαδέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ὀπαδέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ὀπηδέω follow pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀπηδέω follow pres ind act 1st sg (attic epic doric) ὀπηδός attendant… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπήδησις — ὀπήδησις, εως, δωρ. τ. ὀπάδησις, ιος, ἡ (Α) [οπηδώ] συνοδεία, συντροφιά, ακολουθία …   Dictionary of Greek

  • οπαδώ — ὀπαδῶ, έω (Α) (δωρ. τ.) βλ. οπηδώ …   Dictionary of Greek

  • οπηδεύω — ὀπηδεύω, δωρ. τ. ὀπαδεύω (Α) [οπηδός] οπηδώ* …   Dictionary of Greek

  • οπηδητήρ — ὀπηδητήρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”